- προσφυγικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πρόσφυγες: Προσφυγικός συνοικισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προσφυγικός — ή, ό, Ν [πρόσφυγας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρόσφυγα ή στους πρόσφυγες («προσφυγική αποκατάσταση») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προσφυγικά συνοικία προσφύγων 3. φρ. «προσφυγικό ζήτημα» το ζήτημα που δημιουργείται από τη συρροή και… … Dictionary of Greek
συνοικισμός — ο, ΝΑ [συνοικίζω] νεοελλ. 1. συγκρότημα κατοικιών κοντά σε πόλη, χωριστά από αυτήν («προσφυγικός συνοικισμός») 2. τόπος όπου είναι εγκατεστημένοι λίγοι κάτοικοι 3. βιολ. η συνοίκηση αρχ. 1. γάμος, συνοικέσιο 2. ίδρυση πόλης ή χωριού 3. επανίδρυση … Dictionary of Greek
Κατσιρέλος, Παναγιώτης — (Σμύρνη 1915 –). Τυπογράφος και λογοτέχνης. Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση της περιόδου 1941 44. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής εξέδιδε την εφημερίδα Αναγέννηση και από το 1951 το περιοδικό Πορεία. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.… … Dictionary of Greek
Νέα Σμύρνη — Πολή (73.986 κάτ.) της νομαρχίας Αθηνών του νομού Αττικής. Η Ν.Σ., προσφυγικός αρχικά οικισμός, αναπτύχθηκε γοργά σε πολυάνθρωπο δήμο, με ωραίες οικοδομές και αξιόλογη πολιτιστική κίνηση … Dictionary of Greek